συσταλτικότητα

συσταλτικότητα
η, Ν
1. η ιδιότητα τού συσταλτικού, τού να προκαλεί κάτι συστολή
2. φυσιολ. ιδιότητα όλων σχεδόν τών ζωντανών ζωικών ιστών, και ιδιαίτερα τού μυϊκού, να συσπώνται και να αλλάζουν σχήμα υπό την επίδραση κατάλληλου ερεθίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσταλτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συσταλτικότης, μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυοκάρδιο — (Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • σπαρτεΐνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο φυτό σπάρτο (cytisus scoparius). Φαρμακολογικά δρα στο νευροφυτικό σύστημα. Η χρησιμοποίηση της ωστόσο ως καρδιοτονωτικού και αναληπτικού φαρμάκου για το αναπνευστικό και το κυκλοφοριακό σύστημα δεν προσφέρει… …   Dictionary of Greek

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • φαραδισμός — ο, Ν ιατρ. η εφαρμογή, για θεραπευτικούς σκοπούς, τού φαραδικού ρεύματος, η οποία επιδρά στη συσταλτικότητα τών μυών και στη διεγερσιμότητα τών νεύρων, ασκώντας επίσης αναλγητική, αγγειοκινητική και επισπαστική δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμονες — Το όργανο στο οποίο εκτελείται η ανταλλαγή αερίων μεταξύ ατμοσφαιρικού αέρα και αίματος. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο π., δεξιός και αριστερός, και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος τη θωρακικής κοιλότητας. Ο κάθε ένας έχει χονδρικά σχήμα πυραμίδας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”